Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΖΑΠΟΥΝΙΔΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ "ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ" ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ

H ομιλία της κας Μαίρης Ζαπουνίδου στην παρουσίαση του βιβλίου των εκδόσεών μας, "Ξεπεσμένοι Άγγελοι", της συγγραφέως Γιώτας Παπαδημακοπούλου στην Κατερίνη. Την ευχαριστούμε για την τιμή που μας έκανε με την συμμετοχή της αυτή.

Η ομιλία της κας Ζαπουνίδου, όπως δημοσιεύτηκε στο blog της συγγραφέως:
Ξέρω ότι η ανάρτηση αυτή άργησε τραγικά πολύ, όπως και κάποιες άλλες που θα ακολουθήσουν, όμως κάλλιο αργά παρά ποτέ. Σκοπός της συγκεκριμένης ανάρτησης είναι να μοιραστώ μαζί σας όλα όσα είπε η κυρία Μαίρη Ζαπουνίδου, στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου, "Ξεπεσμένοι Άγγελοι", στην Κατερίνη. Η κυρία Ζαπουνίδου είναι μόνιμη κάτοικος της πόλης της Κατερίνης, με 36 χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση σε Δημοτικά σχολεία, μέλος του περιφερειακού υπηρεσιακού συμβουλίου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Νομού Πιερίας, σύζυγος, μητέρα και γιαγιά και για πρώτη φορά στα χρονικά δέχτηκε να παρουσιάσει κάποιο βιβλίο. Όπως αντιλαμβάνεστε, η τιμή για μένα είναι πολύ μεγάλη, πόσω μάλλον όταν το έκανε με τρόπο αναλυτικό και εμπεριστατωμένο και μιλώντας γι' αυτό με τόσο όμορφα λόγια. Ειλικρινά, με συγκίνησε το πόσο βαθιά κατανόησε το βιβλίο μου και όλα αυτά για τα οποία ήθελα να μιλήσω στον κόσμο καθώς και ο τρόπος που το έκανε. Είναι μεγάλη μου τιμή που βρέθηκε στο πλευρό μας και μας στήριξε και ένα ευχαριστώ, δεν είναι αρκετό για να το εκφράσει αυτό. Η κυρία Μαίρη, είναι ένας μορφωμένος και γλυκύτατος, δοτικός άνθρωπος και όποιος την γνωρίζει, μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι θέλω να πω.

Ακολουθεί το κείμενο που η κυρία Μαίρη Ζαπουνίδου εκφώνησε στην παρουσίαση του βιβλίου μου, το οποίο θα ήθελα πάρα πολύ να διαβάσετε, πληροφορώντας σας για δύο πράγματα:
- Γι' αυτούς που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου, ίσως να αποκαλυφθούν κάποια στοιχεία που ίσως να μην θέλουν να ξέρουν.
- Τα μαρκαρισμένα σημεία, αποτελούν μέρος του κειμένου του βιβλίου μου, τα οποία η κυρία Μαίρη ενσωμάτωσε στον λόγο της.


"Αγαπητές Φίλες,
Αγαπητοί Φίλοι,

«Διάβασέ το και πες μου αν σου άρεσε και όποια άλλη παρατήρηση έχεις», μου είπε ο γιος μου, χωρίς να προθέσει κάτι άλλο.

«Ξεπεσμένοι Άγγελοι». «Τι τίτλος είναι αυτός;», είπα μέσα μου. Το εξώφυλλο μου έκανε εντύπωση. Μια κοπέλα με λεπτά χαρακτηριστικά, με μεγάλα εκφραστικά μάτια, με αιθέρια σγουρά μαλλιά. Στοιχεία που κέντρισαν το ενδιαφέρον και την περιέργειά μου και με έκαναν να βιαστώ και να αρχίσω να το διαβάζω.
Αυτό που ανακάλυπτα σε κάθε σελίδα του βιβλίου ήταν ότι το κείμενο μόνο «ξεπεσμένο» δεν ήταν. Ο λόγος γλαφυρός, η εξέλιξη αδιάκοπη και βατή, με συνοχή των γεγονότων, με ζωντανές εικόνες, τόσο έντονες που με «έδεναν» και με έκαναν να συνεχίζω το διάβασμα χωρίς σταμάτημα.

Νεανικός έρωτας στην αρχή. Άραγε, υπάρχει κοπέλα που να μην τον έχει νιώσει; Δε νομίζω. Όμως, η ηρωίδα μας, η Αγγελική, αισθάνεται πολύ νωρίς την απογοήτευση. Στην προσπάθειά της να πιαστεί από κάπου, η Αγγελική, που είναι μια κοπέλα όμορφη, ζωντανή, απλή και άνετη με όσους βρίσκονται γύρω της, δίνει την καρδιά της στο Μιχάλη.
Καλός, μορφωμένος, με προοπτικές εξέλιξης στη δουλειά του. Αρεστός στους γονείς της. Αυτό που ζει κοντά του, όμως, είναι μόνο ρουτίνα. Δύο χρόνια χωρίς τίποτα το συνταρακτικό. Δύο χρόνια χωρίς αληθινή ζωή. Συναντήσεις χωρίς πάθος, απλά συντροφικές.
Και να μια μέρα χτυπάει την πόρτα της ο έρωτας. Γιατί το πρόσωπο που χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της ήταν ξεχωριστό. Ήταν ο Άγγελος, όνομα και εικόνα. Ένας απλός νέος, χωρίς θέσεις και αξιώματα. Αντίθετα, όμως, με το Μιχάλη, ήταν γλυκός και ζεστός. Τα μάτια του, το βλέμμα του της τρύπησαν το είναι της. Ξύπνησε μέσα της τοπ φτερούγισμα αυτού που για δυο χρόνια ήταν σε λήθαργο.
Το ίδιο, ωστόσο, ένιωσε και εκείνος.

Και τώρα αρχίζει η μάχη μέσα της: τα «θέλω» και τα «πρέπει». Περισσότερο από την πλευρά της Αγγελικής.
Ο Άγγελος υπομονετικά ζούσε για τη στιγμή που ο μεγάλος έρωτάς του θα ξέφευγε από τα ταμπού των «πρέπει» και θα έμενε για πάντα μαζί του.

Από την πρώτη ενότητα του βιβλίου έως την 45η, οι δύο πρωταγωνιστές δίνουν το παρόν με όλα τους τα προτερήματα αλλά και τα ελαττώματα. Κρυφές συναντήσεις. Παθιασμένες ερωτικές στιγμές σε όλο τους το μεγαλείο. Αυτό που νιώθουν τους μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Εξωπραγματικό.
Όταν η ηρωίδα βρίσκεται στην αγκαλιά του Άγγελου ξεχνάει τους πάντες και τα πάντα. Βγαίνοντας όμως από την πόρτα του σπιτιού του αρχίζουν τα «πρέπει».

Κι έρχεται η στιγμή που θέλει να συζητήσει με κάποιον αυτό που ζει.
Ποιον όμως;
Έρχονται κοντά της οι δύο αγαπημένες φίλες της. Πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Η μία γεμάτη λογική. Την ακούει και της λέει πως είναι ερωτευμένη. Όμως αυτή δε θέλει να το πιστέψει. Και με τη λογική της, η φίλη της τής λέει να συνεχίσει τη ζωή της με το Μιχάλη.
Η άλλη γεμάτη συναίσθημα. Την παροτρύνει να σβήσει, να ξεχάσει τη λέξη «πρέπει» και να ζήσει το όνειρο.

Κι ενώ ζει τον έρωτα σε όλο του το μεγαλείο, έρχεται ο ξεπεσμός από το σύντροφό της, το Μιχάλη. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να σβήσει από το μυαλό της τη μορφή του Άγγελου, να τον βγάλει από την καρδιά της. Όμως ο Άγγελος είναι εκεί και την περιμένει. Και κάθε φορά τρέχει κοντά του, λέει στον εαυτό της ότι θα είναι η τελευταία φορά. «Τελικά έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο χρόνος μοιάζει με το νερό. Κυλάει στο ρυάκι της ζωής τόσο γρήγορα. Φεύγει και δεν τον καταλαβαίνεις. Περνάει, αφήνει τα σημάδια του και φεύγει για να δώσει τη θέση του σε ένα νέο κύμα, σε ένα νέο ρεύμα. Το μόνο που μπορείς να ελπίζεις και να εύχεσαι είναι το νέο αυτό κύμα να μην είναι τόσο δυνατό, όσο το προηγούμενο. Το νέο αυτό ρεύμα να μην είναι τόσο βίαιο. Να μην μπορεί να σε παρασύρει σε δρόμους χωρίς επιστροφή που πονάνε».
Αποφασίζει να βαδίσει στο δρόμο που θέλουν οι άλλοι. Ξεφτιλίζεται με την καρτερικότητα. Πολλές φορές χάνεται μέσα στη δίνη των γεγονότων. Προσπαθεί, μάχεται με τον εαυτό της αλλά δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τις ενοχές της.

Κι εκεί που όλα της φαίνονται αξεπέραστα έρχεται ένα τρίτο πρόσωπο που της δίνει χέρι βοηθείας. Στην αρχή φιλικά και συναδελφικά, καθώς βρίσκονται στον ίδιο χώρο εργασίας.
Όμως στην καρδιά του Νικόλα γεννιέται ο μεγάλος έρωτας για την ηρωίδα. Ένας έρωτας κρυφός από μέρους του, δείχνοντας μόνο τη συμπαράστασή του σε ό,τι ζητούσε. Το ωραίο της παρουσιαστικό, το μεγαλείο του ψυχικού της κόσμου και η εμπιστοσύνη που του έδειξε από την αρχή της γνωριμίας τους, τον έκαναν να στέκεται πάντα δίπλα της και να μοιραστεί μαζί της τα «όχι» και τα «ναι». Ο Νικόλας ήταν ο από μηχανής Θεός που σβήνει όλα της τα «πρέπει» και τη διευκολύνει στα «θέλω» της.

«Ξεπεσμένοι Άγγελοι», η Αγγελική και ο Άγγελος, εξαιτίας ενός ασίγαστου πάθους από το οποίο προσπαθούν να λυτρωθούν. Δύο ερωτευμένες ψυχές που προσπαθούν να βρουν τη γαλήνη τους. Να ζήσουν όπως αυτοί θέλουν. Κι όμως δεν τους αφήνουν. Εγκλωβισμένη η Αγγελική στην ανασφάλειά της, χωρίς τη δική της θέληση αλλά παγιδευμένη σε αυτά που θέλουν οι άλλοι.
Η συγγραφέας ξεκινάει να γράφει βάζοντας σαν αρχή χρόνου της ιστορίας τον Αύγουστο. Ένας μήνας με ανυπόφορη ζέστη, όπως ζεστά αλλά και «ανυπόφορα» είναι τα γεγονότα που διαδραματίζονται σε όλο το βιβλίο. Γεγονότα άσχημα δίπλα στον τύραννο σύντροφό της, γιατί έτσι εξελίχθηκε ο Μιχάλης, αλλά και γεγονότα ζεστά γεμάτα ερωτισμό και αγάπη από τον πιο μεγάλο της έρωτα, τον Άγγελο. Έτσι, Αύγουστο πάλι παίρνει την απόφαση να φύγει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του σπιτιού της. Η καρδιά της την οδήγησε σε έναν τόπο που έμοιαζε παραμυθένιος στα μάτια της. Το καταφύγιό της όπως το ένιωθε.
Είχαν περάσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια που είχε πάει εκεί μαζί του. Κι ήταν πολύ ευτυχισμένη. Όχι όπως τώρα. Βρέθηκε όρθια πάνω στους κυματοθραύστες. Ατένισε τη θάλασσα. Ήταν ήρεμη. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο φύσημα του ανέμου. Τότε ένιωσε πως δεν ήταν μόνη και παρόλο που αισθάνθηκε κάτι ζεστό στο λαιμό της, δεν τρόμαξε.
«Μυρίζεις το ίδιο όμορφα όσο θυμάμαι», άκουσε την ψιθυριστή γλυκιά φωνή του. Ήταν εκείνος, ο Άγγελος, ο μεγάλος της έρωτας.
Και τότε του διηγήθηκε τι ήταν εκείνο που τους χώρισε απότομα. Γύρισε στο σπίτι της. Αποφάσισε να τρέξει σ' αυτόν χωρίς ενδοιασμούς. Αγανακτισμένη με τη λογική της, έκπληκτη με τον παρορμητισμό της, έπεσε στην αγκαλιά του.
Εκείνο το βράδυ έζησαν τον πιο παθιασμένο, τον πιο μεγάλο έρωτα. «Θα σε περιμένω» της είπε «πάντα θα σε περιμένω».


«Μακάρι να μπορέσω να έρθω», συλλογίστηκε. Έκλεισε την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ζούσε ευτυχισμένη τώρα πια στο Παρίσι, μια πόλη που την είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη φορά που την επισκέφτηκε.


«Η μεγαλύτερη ευτυχία μας», Φίλες και Φίλοι, «πηγάζει από την πιο βαθιά δυστυχία μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουμε το κουράγιο να ψάξουμε βαθιά μέσα της και να την ανακαλύψουμε. Όταν το κάνουμε αυτό, το μόνο που απομένει είναι να τη ζήσουμε, να την αφήσουμε να μας παρασύρει», αναφέρει προς το τέλος του βιβλίου της η συγγραφέας.

Ως προς τη δομή του, όλο το έργο αποτελείται από 45 ενότητες και τον επίλογο. Οι ενότητες ποικίλουν ως προς την έκτασή τους, ανάλογα με την περιγραφή των γεγονότων που διαδραματίζονται. Η σύνδεσή τους είναι ομαλή, είναι συναισθηματικά συγγενείς κι εξυπηρετείται η συνολική συνοχή του μυθιστορήματος. Θα έλεγα ότι ένας ζωγράφος θα είχε πλούσιο υλικό για να εμπνευστεί και να δημιουργήσει. Γιατί οι προτάσεις και οι παράγραφοί του, με τον έντονα εικονοπλαστικό λόγο και τη ζωντάνια των εικόνων που τις χαρακτηρίζει, δίνουν καταπληκτικές ευκαιρίες καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν υπάρχει μόνο ο έρωτας και το πάθος στη ροή αλλά, ανάλογα με τον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας, περιγράφονται τοποθεσίες και φυσικές μεταβολές του κοντινού και απόμακρου περιβάλλοντος που είναι πηγές ρομαντισμού. Πάμπολλα κοσμητικά επίθετα και επιρρήματα που κοσμούν τις προτάσεις, μας γεμίζουν ανάλογα με ομορφιά, ευτυχία αλλά και δυστυχία. Περιγραφές των ρούχων που ντύνουν την ηρωίδα από τις πιο απλές εμφανίσεις ως τις πιο επίσημες, επίσημα και μη τραπέζια, έξοδοι, ταξίδια, μας κάνουν να αισθανόμαστε πως είμαστε κι εμείς εκεί παρόντες. Διακεκομμένοι τηλεφωνικοί διάλογοι προσεγμένοι σε όλη την έκταση του λόγου που παίρνουν μέρος, μας κάνουν να αισθανόμαστε τις ψυχικές καταστάσεις που βρίσκονται κάθε φορά οι ήρωες.
Όσο για τον επίλογο, είναι αυτός που προσφέρει την ανακούφιση, τη γαλήνη, την ηρεμία στον αναγνώστη. Τελείωσαν πια για την ηρωίδα οι άσχημες και δύσκολες μέρες. Τα δάκρυα της ήταν δάκρυα ευτυχίας, ήταν δάκρυα αγάπης, της αγάπης που της προσέφερε ο τέταρτος ήρωας του βιβλίου.
Και πραγματικά είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να το διαβάσεις πολλές φορές και μάλιστα σε στιγμές πιεσμένες από τη ζωή για να γαληνέψεις όπως η ηρωίδα.

Τώρα θα μου πείτε πως αποφάσισα να παρουσιάσω ένα τόσο συναισθηματικό και, να το πω, «νεανικό έργο». Το έκανα γιατί όπως μου λέει και ο εγγονός μου «εσύ γιαγιά είσαι νεανική γιαγιά». Κι έτσι αισθάνομαι ακόμα.
Ζω με τον άντρα μου 47 ολόκληρα χρόνια και είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του, όπως στα 18 και 20 χρόνια μου.
Το έργο μπορεί να διαβαστεί από όλες τις ηλικίες: εφηβική, ώριμη αλλά και πολύ ώριμη. Όλες οι ηλικίες μπορούν να μπουν στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Και ακόμα αν κάποιοι θεωρούν ότι για κάποια πράγματα είναι αργά στη ζωή τους, ας τα ζήσουν όλα αυτά διαβάζοντας το βιβλίο, δίνοντας στον εαυτό τους αυτήν την ευκαιρία.
Ένας ακόμα λόγος που αποφάσισα να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο είναι γιατί διάβασα πως για τη συγγραφέα, τη Γιώτα Παπαδημακοπούλου, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε και θα ήθελα με αυτήν την απλή συμμετοχή μου να την προσκαλέσω να γράψει κι άλλα τέτοια έργα. Είναι πολύ νέα, έχει όμως μέσα της πλούσιο ψυχικό κόσμο και πάθος, καλλιεργημένη ψυχή και όρεξη και όλα αυτά θέλει να τα μοιραστεί μαζί μας.
Όσο για τον επιμελητή της έκδοσης Σάββα Προβατίδη, αισθάνομαι την ανάγκη να του χαρίσω εγώ δημόσια το πρώτο μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ για την επιλογή που έκανε παίρνοντας την απόφαση να εκδώσει το έργο μιας νέας κειμενογράφου. Και να του πω ότι έκανε την καλύτερη επιλογή. Και να τον ευχαριστήσω που με επέλεξε για να παρουσιάσω μία από τις πρώτες του εκδόσεις, στην πόλη του, στην πόλη μας, την Κατερίνη.
Συγχαρητήρια, λοιπόν, και στους δύο. Είστε νέοι και κάνετε με το έργο σας του γύρω σας να ξεφεύγουν από την πραγματικότητα, έστω και για λίγο.

Σας ευχαριστώ πολύ."

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου